- διάσπαρτος
- -η, -οδιασκορπισμένος, ριγμένος εδώ κι εκεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τσιγγάνος — ο, θηλ. Τσιγγάνα, Ν στον πληθ. οι Τσιγγάνοι εθνολ. καυκασοειδής λαός με σκουρόχρωμο δέρμα, ο οποίος προέρχεται από τη βόρεια Ινδία, αλλά σήμερα ζει διάσπαρτος σε όλες τις κατοικούμενες περιοχές τού πλανήτη και κυρίως στην Ευρώπη. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
επιθέω — ἐπιθέω (Α) 1. προστρέχω σε κάποιον, τρέχω προς το μέρος κάποιου ή μετά από κάποιον («καὶ ἐπιθέων μὲν ἐκβοάτω», Ξεν.) 2. μτφ. κυκλοφορώ, διαδίδομαι, είμαι διάσπαρτος («ἡ ἐπιθέουσα εἰς ἀνθρώπους ἀπάτη», Πλωτίν.) 3. τρέχω πάνω σε μια επιφάνεια.… … Dictionary of Greek
κουντού — Κοινή ονομασία δύο ειδών αρτιοδακτύλων μηρυκαστικών της οικογένειας bovidae. Το μεγάλο κ. είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία Tragelaphus strepsiceros· πρόκειται για τη μεγαλύτερη αντιλόπη. Έχει ύψος στο ακρώμιο 1 1,50 μ., μήκος περίπου… … Dictionary of Greek
πιτσυλιστός — και πιτσιλιστός, ή, ό, Ν [πιτσυλίζω / πιτσιλίζω] 1. διάσπαρτος με πιτσυλιές, κηλίδες 2. αυτός που γίνεται με πιτσύλισμα («πιτσυλιστό επίχρισμα τοίχου») … Dictionary of Greek
πολύχυτος — ον, ΜΑ 1. ο ικανός να λάβει μεγάλη διάχυση, αυτός που μπορεί να διαχυθεί, να απλωθεί σε μεγάλη έκταση, πολύχους* 2. αυτός που έχει διαχυθεί σε μεγάλη έκταση, που έχει διασπαρεί πολύ, διάσπαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χυτός (< χέω «χύνω»),… … Dictionary of Greek
σκόρπιος — I (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στο Ζυγό και στον Τοξότη. Αποτελείται από πολλά λαμπρά αστέρια, δεύτερου και τρίτου κυρίως μεγέθους, το σύνολο των οποίων σχηματίζει το σχήμα του σκορπιού. Το λαμπρότερο απ’ αυτά … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
Εντρ-ε-Λουάρ — (Indre et Loire). Νομός (6.127 τ. χλμ., 554.003 κάτ. το 1999) της κεντρικής Γαλλίας, με πρωτεύουσα την Τουρ (137.046 κάτ.). Αποτελείται από την παλιά επαρχία Τουρέν, μικρό μέρος της Ορλεάνης, της Ανδηγαυίας και του Πουατού. Η ονομασία του… … Dictionary of Greek
Σρι Λάνκα — Νησί της Νότιας Ασίας στα Ν της Ινδίας.H Σρι Λάνκα διαιρείται σε 25 επαρχίες: Kολόμπο, Kαμπάχα, Kαρουνγκέλα, Kάντι, Γκάλε, Kαλουτάρα, Pατναπούρα, Tζάφνα, Mατάρα, Kιγκαλί, Aνουρανταπούρα, Mπα(ν)τούλα, Πουτάλαμ, Nουβάρα Eλίγια, Xαμπαντότα, Aμπαράι … Dictionary of Greek